άπλεχτος — η, ο αυτός που δεν πλέχτηκε: Το πουλόβερ στεκόταν ακόμη άπλεχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπλοκος — η, ο (AM ἄπλοκος, ον) 1. άπλεχτος, όχι πλεγμένος 2. (λόγος) χωρίς πλοκή … Dictionary of Greek